- κλῳομάστιξ
- κλῳομάστιξ, ῑγος, ὁ, ἡ,A one who is flogged with a collar on, Com. Adesp.1039.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κλωομάστιξ — κλῳομάστιξ, ιγος, ὁ (Α) αυτός που είναι δεμένος με κλοιό και μαστιγώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῳός, παρλλ. τ. τού κλοιός + μάστιξ (< μάστιξ), πρβλ. γραμματικο μάστιξ, ρητορο μάστιξ] … Dictionary of Greek
κλῳομάστιξ — one who is flogged with a collar on masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάστιγα — η (AM μάστιξ, ιγος, Α ιων. τ. μάστις, ιος) 1. λουρί δεμένο σε ραβδί με το οποίο χτυπούν τα υποζύγια για να τρέξουν, μαστίγιο, καμ(ου)τσίκι («τοῡ ἵππου τὴν μάστιγα», Ηρόδ.) 2. μτφ. μεγάλη συμφορά, μεγάλο κακό, καταστροφή, κοινωνική πληγή (α. «Διὸς … Dictionary of Greek